Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2012

Το κήρυγμα του Καθηγουμένου


 ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Α’ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ
(26/2/2012)
Με τη χάρη του Θεού αξιωθήκαμε να ολοκληρώνουμε την ωραία κατανυκτική αυτή Ακολουθία και να βιώνουμε την έναρξη της ευλογημένης περιόδου της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Πριν ζητήσει και λάβει ο καθένας από τον άλλον την συγγνώμη ως δείγμα της αλληλοερξαρτήσεως που έχουμε ο ένας από τον άλλον ως τέκνα της Εκκλησίας και αδελφοί εν Χριστώ και ως μία έμπρακτη έκφραση της πεποιθήσεως, ότι δεν θα μπορέσουμε να δούμε το πρόσωπο του Θεού και να τύχουμε της συγγνώμης Του, εάν δεν μπορούμε προηγουμένως να δούμε το πρόσωπο του συνανθρώπου μας, του συναδέλφου μας, του αδελφού μας, και να τον συγχωρήσουμε εξ όλης της ψυχής μας για ό,τι μας ελύπησε, αλλά και να δεχθούμε τη συγγνώμη και εκείνου, δύο απλές πνευματικές σκέψεις είναι ανάγκη να ακουσθούν.
Πρωτίστως να υπενθυμίσουμε εις εαυτούς και αλλήλους ότι όλη η δομή της εκκλησίας μας, όλη η φύση της πίστεώς μας, είναι αναχωρητική, είναι ασκητισμός, είναι μία υπνενθύμιση του χαμένου παραδείσου, μία βεβαίωση ότι πλαστήκαμε μέσα εις τον Παράδεισο της τρυφής, για να κατοικούμε ανενδεείς με την διαρκή παρουσία του Θεού Πατρός και Δημιουργού μας. Και, όπως σήμερα η Εκκλησία μας αναμιμνήσκει τον πρώτο άνθρωπο, τον γενάρχη μας τον Αδάμ, διαλέξαμε και εμείς όλοι τον δρόμο της απομάκρυνσης, τον δρόμο της πνευματικής  γύμνιας και της εμπειρίας τόσων πολλών κακών, τα οποία συνοδεύουν μέχρι σήμερα τη ζωή μας, κι αυτά είναι ο πόνος, οι ασθένειες, ο θάνατος, η διαίρεση, το μίσος, η κοσμική προπέταια και ξυπασιά και όλα τα άλλα φυσικά κακά που συνοδεύουν την πτώση του ανθρώπου.
Η Εκκλησία, λοιπόν, πάντοτε μας θυμίζει ότι δεν είμαστε γεννημένοι γι’αυτά, αλλά είμαστε γεννημένοι για πολύ σπουδαιότερα και ανώτερα, τα οποία όμως οι τίτλοι του κόσμου τούτου και η ραστώνη και η αμέλειά μας για την αλήθεια του Ευαγγελίου και του λόγου του Θεού μας αφήνουν πάλι ξεθωριασμένη την ανάμνηση του Παραδείσου και μας κάνουν, αντί να είμαστε οι ερασταί της Βασιλείας του Θεού, να είμαστε οι  άνθρωποι εκείνοι, οι οποίοι σαγηνευόμεθα και πλανώμεθα από τα πράγματα του κόσμου τούτου.
Είμαστε οι άνθρωποι εκείνοι, οι οποίοι συμβιβαζόμαστε με τις βιοτικές μας ανάγκες και επικεντρώνουμε ακόμα και την ηθική μας υπόσταση και τις οποιεσδήποτε αρετές μας, όλα, σε ένα συνδυασμό ατομικιστικής και ενδοκοσμικής επωφελείας, σε ένα συνδυασμό που έχει σχέση επιμόνως με τα πράγματα του κόσμου τούτου.
Αυτή, λοιπόν, η περίοδος κατεξοχήν θέλει να μας διδάξει ότι η ζωή μας δε θα πρέπει να έχει μια στατικότητα ως έκφρασή της και ως ερμηνεία της, αλλά η ζωή μας πρέπει να έχει την αίσθηση της πορείας, της μετακίνησης, του οραματισμού, της πορείας από τα τα πράγματα του νυν εις τα πράγματα του μέλλοντος αιώνος.
Ένα άλλο στοιχείο, το ποίο θα μας βοηθήσει σε αυτή την πορεία, για να ολοκληρώσουμε την αποστολή μας και να κερδίσουμε τον πνευματικό μας στόχο, που θα συμπέσει με τη δόξα μας, τη δοξα του ανθρώπου, την δοξοποίηση της ύπαρξής μας μέσα στην χάρη του Ελέους και  της Ευλογίας του Θεού, είναι και το εξής: Ο ένας και μοναδικός, ο Σωτήρ του κόσμου, ο αγωνοθέτης και ενισχυτής και τελικός ελανοδίκης, είναι ο Κύριος Ιησούς, ο Θεάνθρωπος, εκείνος ο οποίος ήρθε επί γης, για να ανέλθει επί του Σταυρού και με το τίμιον αίμα Του να θεμελιώσει την Εκκλησία Του.
Είναι η Χάρις του Θεού που ήρθε, όπως ακούσαμε πριν λίγο και στο Ιδιόμελο των Αποστίχων (λαμψεν χάρις σου Κύριε, λαμψεν φωτισμς τν ψυχν μν), για να διαλύσει τα σκότη.
Σκότος είναι η ζωή του ανθρώπου όσο και αν φαίνεται πετυχημένη, σκότος είναι η ζωή του ανθρώπου, όσο κι αν αυτός ζαλίζεται από τις επιτυχίες της επιστήμης και της τεχνολογίας, σκότος είναι η ζωή του ανθρώπου, και όταν ακόμη αυτός κερδίσει τον κόσμον όλον και συνοδεύεται η ζωή του από εξαιρετική δύναμη, από δόξα, από επάρκεια αγαθών και οικονομικών στοιχείων, είναι και παραμένει σκότος, όταν το έκπαγλον και άκτιστον φως του Χριστού δεν φωτίζει όλες αυτές τις ενέργειες, το φως,  το  οποίον έρχεται για να φωτίσει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον», να φωτίσει τα έγκατα της ψυχής μας και να μας ανακαλύψει την πνοή την ζώσαν, που κρύβεται απ’αρχής της Δημιουργίας μέσα στην ύπαρξή μας, και να την επανασυνδέσει με την αιώνια αλήθεια και ζωή που είναι ο Τριαδικός, ο αϊδίως υπάρχων Παντοκράτωρ Θεός.
Και βεβαίως δεν χρειάζεται να κάνουμε μία σκιαγραφία της πορείας της ανθρωπότητος από τα παλιά μέχρι και τα σημερινά δεδομένα, τα οποία βιώνουμε, για να βεβαιωθούμε γι’αυτή την αλήθεια, ότι δεν μπορεί δηλαδή παρά μόνο το ζωογόνο φως του Ζώντος και Φιλανθρώπου Θεού να φωτίζει τον κόσμο και μόνο η άπειρη αγάπη Του και η ελεημοσύνη Του να συντηρεί τον κόσμο, διότι όλα τα ανθρώπινα μεταβάλλονται και όλα τα ανθρώπινα είναι σχετικά, ενώ η παρουσία του Θεού είναι ξέχωρη, είναι άπειρη και απερινόητη αλήθεια, είναι ατελεύτητη πανένδοξη αιωνιότητα.
Γι’αυτό, λοιπόν, ακριβώς θα πρέπει να ζούμε στο πνεύμα του αναχωρητισμού, να ζούμε στο πνεύμα της ασκήσεως, η οποία θα αρχίσει από την καθημερινή μας ζωή, από απλά μικρά πράγματα, τα οποία όμως θα μας δώσουνε μία δυνατότητα να βιώσουμε και τα μεγάλα και τα σπουδαία, τα οποία ετοιμάζει ο Θεός για μας.
Λέει ο Ιώβ στο βιβλίο του ότι η μανία της θάλασσας στον ωκεανό καταλήγει και σβήνει στο άκρο της γης, που είναι η στεριά, που είναι ακροθαλασσιά. Αυτός ο ισχυρός προφυλακτήρας της γης αποτελείται και δημιουργείται από τα πιο μικρά πράγματα που είναι οι κόκκοι της άμμου! (Ἰὼβ λη’8-11. «ἔφραξα θάλασσαν πύλαις ... ἐθέμην αὐτῇ ὅρια, περιθεὶς κλεῖθρα καὶ πύλας. Εἶπα δὲ αὐτῇ· μέχρι τούτου ἐλεύσῃ καὶ οὐχ ὑπερβήσῃ, ἀλλ᾿ ἐν σεαυτῇ συντριβήσεταί σου τὰ κύματα».  Πρβλ. και τον Ειρμόν:  Δευτέρα πρωῒ  Γ´Εβδομάδος Τριῳδίου  ᾨδὴ η´.  Ἦχος γ´. «Ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ, ὁ τιθεὶς θαλάσσῃ, ὅριον ψάμμον, καὶ συνέχων τὸ πᾶν, σὲ ὑμνεῖ ἥλιος, σὲ δοξάζει σελήνη, σοὶ προσφέρει ὕμνον πᾶσα κτίσις, τῷ Δημιουργῷ καὶ Κτίστῃ, εἰς τοὺς αἰῶνας»).
Έτσι, λοιπόν, είναι οι μικρές καθημερινές πράξεις, οι οποίες όμως, όταν βιώνονται με την αλήθεια και το πνεύμα του Ευαγγελίου, κάνουνε τις προσωπικότητές μας όχι απλώς θρησκευτικές, όχι απλώς ακέραιες, ηθικές, αλλά τις κάνουνε κοινωνούς θείας φύσεως, καθιστούν τον άνθρωπο μέτοχο της Χάριτος και της ευλογίας του Θεού.
Έτσι δεν δημιουργείται ο αλαζόνας άνθρωπος της δυνάμεως, αλλά μορφώνεται ο άνθρωπος του Θεού. Κι αυτό έχει ανάγκη πάντοτε η κοινωνία. Διότι τα μεγάλα πνεύματα κι οι μεγάλοι δημιουργοί και μεγάλοι επιστήμονες μπορούν να κατορθώσουν πάρα πολλά πράγματα και έχουν κατορθώσει. Και αποδεικνύουν με αυτό ότι μέσα τους υπάρχει η εικόνα του Θεού, η σπίθα, το χάρισμα, η δύναμη και η λογική, που ο Θεός εμφύσησε στον άνθρωπο. Ανεξάρτητα όμως πώς προσφέρουν τα αγαθά αυτά και σε ποιά υπηρεσία αυτοί τα επιστρατεύουν, εμείς έχουμε ανάγκη να γίνουμε άνθρωποι του Θεού. Σε οποιονδήποτε λοιπόν τομέα της ζωής κι αν βρισκόμαστε αν είμαστε άνθρωποι του Θεού, μπορούμε να ελπίζουμε ότι μπορεί να μετριαστεί και να ελαχιστοποιηθεί το κακό μέσα εις τον κόσμο.
Γι’αυτό λοιπόν από αυτή την ευλογημένη περίοδο συγκεκριμένα, ας αρχίσουμε με τις δοκιμασμένες μεθόδους που η Εκκλησία μας προσφέρει.
Με την αλλαγή των τροφών, με τον περιορισμό των τροφών, με τον περιορισμό των διασκεδάσεων και των χαλαρών στιγμών, με τον περιορισμό όλων εκείνων στοιχείων, τα οποία μας ευχαριστούν και αυτά πιθανόν δεν είναι πάντοτε συνδεδεμένα με την αμαρτία, αλλά όλα εκείνα τα οποία ιδιαίτερα αγαπούμε, και είμεθα προσκολλημένοι, θα πρέπει αυτήν την περίοδο ιδιαίτερα να τα στερηθούμε, θα πρέπει να κλειστούμε στο Ταμιείον μας, να βρούμε ώρες περισυλλογής.
Ας περιορίσουμε το ραδιόφωνο, ας περιορίσουμε την τηλεόραση, ας περιορίσουμε την επικοινωνία με το τηλέφωνο, που συχνά μέσα σε ανεξέλεγκτες απεραντολογίες μας εμβάλλει στην αργολογία και την καταλαλιά. Ας περιορίσουμε την περιέργεια και τους περισπασμούς με αυτά που γίνονται γύρω μας και στους άλλους. Ας συγκεντρωθούμε στον εαυτόν μας, ας γνωρίσουμε τον εαυτό μας, ας ανοίξουμε τις καρδιές μας διάπλατα στο φως το θείου Νόμου και στην κρίση του Θεού. Ας πούμε ότι σήμερα θα ασχοληθώ με αυτό το στοιχείο της ψυχής μου και αύριο με ένα άλλο στοιχείο του χαρακτήρος μου, εκκόπτοντας ζιζάνια παθών και συλλέγοντας άνθη αρετών, από αυτά που προσφέρει η Εκκλησία μας.
Δεν θα δώσουμε λόγο στο Θεό, γιατί δε λύσαμε το στεγαστικό και οινομικό πρόβλημα της ανθρωπότητος. Δεν θα δώσουμε λόγο στο Θεό, γιατί δεν κατορθώσαμε να γίνουμε μεγάλοι ιεραπόστολοι ή να γίνουμε μάρτυρες της Πίστεως και της επιστήμης και να ανακαλύψουμε χίλια δυο πράγματα και να σκεφτούμε άλλα τόσα, αλλά θα δώσουμε λόγο στο Θεό, γιατί Εκείνος μας χτύπησε σήμερα την πόρτα, και εμείς του την κλείσαμε. Θα δώσουμε λόγο στον Θεό, διότι σήμερα, ενώ μάθαμε κάτι δυσάρεστο για έναν διπλανό μας, ανεξάρτητα αν είναι αληθές ή ψευδές δεν το κλείσαμε με προσευχή μέσα στην καρδιά μας, αλλά πήραμε τηλέφωνο για να το κουτσομπολέψουμε, να αναμεταδώσουμε την περίεργη και σκανδαλώδη είδηση. Και έτσι πληθαίνουμε μια συκοφαντία ή γνωστοποιούμε μια αληθινή πτώση του πλησίον μας, βαρύνοντας όμως και πάλι την ψυχή μας με την καταλαλιά.
Σήμερα λοιπόν, αν μπορέσουμε να νικήσουμε αυτές τις ανθρώπινες μεν εκφάνσεις της ζωής, πλην όμως που μαρτυρούν όχι αναγεννημένο εν Χριστώ άνθρωπο, εάν λοιπόν μπορέσουμε να τηρήσουμε με όλη τη συνέπεια και την ευθύνη όλη την χριστιανική μας ιδιότητα και να είμαστε όχι «ωσπερ οι λοιποί των ανθρώπων» και ως «τα έθνη», που «επιζητεί» την ματαιότητα και τον τυφλό εγωϊσμό, που ό,τι θέλουμε παρορμητικά λέμε, ό,τι μας έρχεται στο νου ανεξέλεγκτα και απερίσκαπτα ανακοινώνουμε, ό,τι σκεφτόμαστε το δημοσιοποιούμε και ό,τι υποπτευόμαστε για τον άλλον το κάνουμε τετελεσμένο γεγονός, όταν θέλουμε να φάμε έστω ένα γλυκό, ας μην είναι αρτήσιμο, αλλά όμως δεν τρώμε ένα κομματάκι αλλά τρώμε όλο το ταψάκι, και αν δεν μπορούμε λοιπόν να περιοριστούμε και να εγκρατευθούμε σ’αυτά τα μικρά πραγματάκια της ημέρας, δεν μπορούμε να βιώσουμε την ασκητική μορφή της Εκκλησίας μας, και αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να μένουμε στείροι στις προσπάθειές μας, να μένει ανενέργητη η πίστη μας και να κρύβεται η δύναμη του Αγ.Πνεύματος, που είναι μέσα μας και μας φτάνει στον θρόνο του Θεού.
Πιστεύω λοιπόν από τα βάθη της ψυχής μου όλες αυτές τις ημέρες να παρακολουθήσουμε και να συμμετέχουμε στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας με τις κατανυκτικές αυτές Ακολουθίες, αλλά όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος «όχι εκ μαθήσεως κατακτήσαι την βασιλεία των ουρανών, αλλά εξ ασκήσεως». Εάν ξέρουμε ότι σήμερα έτσι είναι η Ακολουθία και το Τυπικό της και αύριο αλλιώς δεν λέει τίποτε ουσιαστικό αυτό για τον εξαγιασμό μας. Αλλά εάν «εξ ασκήσεως» συνδεθούμε με το πναύμα και την ζωή της Εκκλησίας μας, τότε μόνο κατακτούμε την Βασιλεία των Ουρανών.
Ας ασκηθούμε λοιπόν, και ας εγκρατευθούμε και ας ζήσουμε με συνέπεια και ευθύνη την χριστιανική μας ιδιότητα, ώστε όταν μας φθάσει η μεγάλη εορτή του Πάσχα να είμαστε όντως αναγεννημένοι, άλλης βιοτής άνθρωποι, να έχουμε ετοιμάσει τον εαυτό μας σε ένα τέτιοιο σημείο, που να πούμε ότι «ζω ουκέτι εγώ αλλα ζη εν εμοί ο Χριστός» και έτσι το φως αυτό το ανέσπερο της αληθείας, να διαλύσει τα σκότη της ψυχής μας, τα σκότη της ανθρωπότητας ολοκλήρου, και ας μην παρασυρόμεθα πιστεύοντες ότι από κει θα έρθει η σωτηρία και από κει θα έρθει η σωτηρία κι από αλλού θα έρθει η σωτηρία και από εκείνο το σύστημα αν το εφαρμόσουμε. Από κανένα ανθρώπινο παράγοντα δεν πρόκειται να έρθει η παύση των δεινών και η σωτηρία των ανθρώπων. Γιατί τα πράγματα του κόσμου τούτου ίναι συνδεδεμένα με την ατομοκρατία, με το ατομικό συμφέρον και με την ηθική της ζούγκλας. Οι χειρότεροι να καταπιέζουν και να κατατρώγουν τους μικροτέρους, τους αδυνάμους.
Η σωτηρία θα έρθει μόνο από τον Χριστό και από την Εκκλησία.
Ας βιώσουμε λοιπόν από τώρα αυτά τα έσχατα, για να νιώσουμε ότι όντως «η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί».
Καλή και ευλογημένη Σαρακοστή.